H εκπαίδευση των διαμεσολαβητών, γίνεται από φορείς κατάρτισης του άρθρου 22 του ν.4640/2019 (το ADR HELLENIC TRAINING HUB είναι πιστοποιημένος φορέας κατάρτισης του άρθρου 22 του ν. 2640/2019). Στόχος και ευθύνη των φορέων κατάρτισης είναι η εκπαίδευση των υποψηφίων Διαμεσολαβητών στις αρχές, στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, στις δεξιότητες των Διαμεσολαβητών και στις λοιπές ενότητες του προβλεπόμενου από το ν.4640/2019 προγράμματος κατάρτισης. Ειδικότερα, οι εκπαιδευόμενοι αποκτούν τη θεωρητική αντίληψη στην οποία στηρίζεται η Διαμεσολάβηση και το βιωματικό πρακτικό υπόβαθρο που έχουν ανάγκη προκειμένου να επιτύχουν στις εξετάσεις.
Τα προγράμματα κατάρτισης και εκπαίδευσης Διαμεσολαβητών που εφαρμόζονται από τους Φορείς Κατάρτισης Διαμεσολαβητών απαρτίζονται από τα εξής:
- ΘΕΩΡΙΑ: Εισαγωγή και Γενικές Αρχές της Διαμεσολάβησης, εξέλιξη της διαδικασίας, τεχνικές διαπραγμάτευσης και επικοινωνίας, ανάλυση συγκρούσεων, κατανόηση διαφορών και συγκρούσεων, δίκαιο Διαμεσολάβησης, νομικό πλαίσιο, δεοντολογία, εμπιστευτικότητα, θεωρία της Προσωπικότητας, αρχές ατομικής και ομαδικής ψυχολογίας, κατανόηση του ρόλου του Διαμεσολαβητή
- ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ: Πρακτική επί των τεχνικών και των δεξιοτήτων, παιχνίδια ρόλων, προσομοιώσεις, ομαδικές ασκήσεις, υποθέσεις εργασίας (case studies)
- AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ: Προφορικές ή/και γραπτές εξετάσεις Η διαπίστευση των εκπαιδευθέντων διαμεσολαβητών γίνεται κατόπιν εξετάσεων ενώπιον της Επιτροπής Εξετάσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Όλες οι προϋποθέσεις για την παρακολούθηση σεμιναρίων κατάρτισης Διαμεσολαβητών και συμμετοχής στις εξετάσεις διαπίστευσης Διαμεσολαβητών περιγράφονται στο ν.4640/2019.
Ο νόμος 4640/2019 για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Η ύπαρξη των διατάξεων αυτών, ωστόσο, δεν αναιρεί τον ελαστικό και ευέλικτο χαρακτήρα της, καθώς η διαδικασία της διαμεσολάβησης καθορίζεται από τον διαμεσολαβητή σε συνεννόηση με τα μέρη ανάλογα με την φύση της υπόθεσης.
Ο σκοπός της διαδικασίας, πάντως, εκπληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο, όταν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και εξυπηρετούνται τα αληθινά συμφέροντα των συγκεκριμένων μερών που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διακρίνεται για τον εκούσιο χαρακτήρα της και συνήθως ξεκινά με μια κοινή συνάντηση του διαμεσολαβητή με τα μέρη, τα οποία, αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για την όλη διαδικασία, παρουσιάζουν τις απόψεις τους για την μεταξύ τους διαφορά.
Στη συνέχεια, ακολουθούν είτε κοινές είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και του κάθε μέρους, προκειμένου αυτός να βοηθήσει τα μέρη να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μεταφέροντας από τη μία στην άλλη πλευρά προτάσεις και αντιπροτάσεις, πάντα, όμως, με την συναίνεσή τους. Στο τέλος της διαδικασίας ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό επίτευξης ή μη επίτευξης συμφωνίας, ανάλογα με το αν θα καταλήξουν ή όχι τα μέρη σε επίλυση της διαφοράς τους.
Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης έχουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών που καλούνται στη διαμεσολάβηση νομικοί παραστάτες. Αυτοί παρίστανται υποχρεωτικά με τους εντολείς τους και παρέχουν σ’ αυτούς νομικές συμβουλές, τους συνδράμουν σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και συντάσσουν την τελική συμφωνία, στην οποία θα καταλήξουν τα μέρη.
Το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας, υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία και δύναται να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου από οποιοδήποτε των μερών, ώστε να αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου.
Ποιο είναι το πεδίο εφαρμογής της;
Με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να επιλυθούν όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, τους (άρθρο 3 παρ.1 του νόμου 4640/2019) και συμφωνήσουν να υπαχθούν στη διαδικασία αυτή. Ενδεικτικά, τέτοιες διαφορές μπορεί να είναι οικογενειακές, από σχέσεις οροφοκτησίας, εργατικές διαφορές, διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, κληρονομικές διαφορές, υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και χρηστών, αγωγές χρέους, αγωγές αποζημιώσεως από τροχαία ατυχήματα και πολλές άλλες.
Η διαμεσολάβηση έχει πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα, με κυριότερα την ταχύτητα επίλυσης της διαφοράς, την εξοικονόμηση κόστους και το απόρρητο της διαδικασίας:
α) ταχεία επίλυση της διαφοράς Η διαδικασία της διαμεσολάβησης δίνει την δυνατότητα ταχείας επίλυσης της διαφοράς εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος, πολύ μικρότερου από αυτού που απαιτείται για την εκδίκαση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο.
β) εξοικονόμηση κόστους Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι πιο συμφέρουσα οικονομικά από ένα μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα που μπορεί να αποβεί πολυδάπανος, καθώς το κόστος αυτής είναι ελεγχόμενο, γιατί συμφωνείται εκ των προτέρων με το διαμεσολαβητή και βαρύνει και τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές κατ’ ισομοιρία.
γ) απόρρητο της διαδικασίας
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διεξάγεται σε ένα πλαίσιο εμπιστευτικότητας, που δεν επιτρέπει να δημοσιοποιούνται ευαίσθητες πληροφορίες, οι οποίες αφορούν τα μέρη και τη διαφορά που τους απασχολεί. Πριν την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας. Περαιτέρω, ο διαμεσολαβητής μπορεί να επικοινωνεί και να συναντάται με καθένα από τα μέρη ξεχωριστά και τις πληροφορίες που αντλεί, κατά τις επαφές αυτές με το ένα μέρος δεν επιτρέπεται να τις γνωστοποιεί στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του. Δημιουργείται με τον τρόπο αυτό ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την επίλυση της διαφοράς, που διαφυλάσσει τα μέρη από αρνητική δημοσιότητα και παράλληλα τα διευκολύνει να διατηρήσουν καλό κλίμα μεταξύ τους.
ΌΧΙ, δεν υπάρχει υποχρεωτική διαμεσολάβηση, αλλά ένα υποχρεωτικό στάδιο μίας μόνο συνάντησης των μερών με τους δικηγόρους τους ενώπιον του διαμεσολαβητή, με σκοπό να εξετάσουν αν η συγκεκριμένη διαφορά τους μπορεί να επιλυθεί με διαμεσολάβηση. Αυτή η συνάντηση ονομάζεται Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) και πρέπει να λάβει χώρα το αργότερο έως τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο.
Αφορά υποθέσεις οικογενειακές (εκτός από διαζύγια, ακύρωση γάμου, διαφορές από τη σχέση γονέων και τέκνων κλπ), εκείνες που το αντικείμενο της διαφοράς τους ξεπερνά το ποσό των 30.000,00 ευρώ και, αν δικάζονταν θα υπάγονταν στην Τακτική Διαδικασία του Μονομελούς και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, καθώς και όταν υπάρχει σε ιδιωτική συμφωνία των μερών ρήτρα διαμεσολάβησης.