Στον παρόντα κώδικα δεοντολογίας καθορίζονται ορισμένες αρχές, τις οποίες οι επιμέρους διαμεσολαβητές μπορούν να επιλέξουν οικειοθελώς να τηρούν, υπό δική τους ευθύνη. Ο παρών κώδικας προορίζεται για εφαρμογή σε κάθε είδους διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης δύνανται ομοίως να δεσμευθούν ότι θα τηρούν τον παρόντα κώδικα, ζητώντας από τους διαμεσολαβητές που δραστηριοποιούνται υπό την αιγίδα τους να τον εφαρμόζουν. Οι εν λόγω φορείς έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνουν προκειμένου να προάγουν την τήρηση του κώδικα από επιμέρους διαμεσολαβητές με διάφορους τρόπους, όπως επιμόρφωση, αξιολόγηση και παρακολούθηση.
Για τους σκοπούς του παρόντα κώδικα, η διαμεσολάβηση ορίζεται ως κάθε διαδικασία κατά την οποία δύο ή περισσότερα μέρη συμφωνούν να αναθέσουν σε κάποιον τρίτο, ο
οποίος εφεξής καλείται «διαμεσολαβητής», να τα βοηθήσει να επιλύσουν μία διαφορά που έχει ανακύψει μεταξύ τους, με την επίτευξη συμφωνίας και χωρίς προσφυγή στη Δικαιοσύνη, χωρίς να έχει σημασία το πώς η εν λόγω διαδικασία καλείται επισήμως ή είναι κοινώς γνωστή στο κάθε κράτος μέλος.
Η υιοθέτηση του κώδικα ισχύει με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας και των κανόνων που διέπουν την άσκηση επιμέρους επαγγελμάτων.
Οι φορείς που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης ενδέχεται να επιθυμούν να επεξεργασθούν λεπτομερέστερους κώδικες, προσαρμοσμένους στις ειδικές περιστάσεις ή στα είδη διαμεσολάβησης που προσφέρουν, καθώς επίσης για ειδικούς τομείς διαμεσολάβησης, όπως οι οικογενειακές ή καταναλωτικές διαφορές. Ευρωπαϊκός κώδικας δεοντολογίας για τους διαμεσολαβητές
1. ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ
1.1 Προσόντα
Οι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι κατηρτισμένοι και να διαθέτουν ειδικές γνώσεις σε θέματα διαμεσολάβησης. Στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη εν προκειμένω περιλαμβάνονται η κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση και η διαρκής ενημέρωση της εκπαίδευσης και της πρακτικής τους εξάσκησης όσον αφορά τις δεξιότητες διαμεσολάβησης, λαμβανομένων υπόψη των τυχόν σχετικών προτύπων ή συστημάτων διαπίστευσης.
1.2 Διορισμός
Ο διαμεσολαβητής συνεννοείται με τα μέρη σχετικά με κατάλληλες ημερομηνίες για τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης. Πριν αποδεχθεί τον διορισμό του, ο
διαμεσολαβητής πρέπει να βεβαιωθεί ότι διαθέτει τις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτούνται για τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης και, εφόσον του ζητηθεί, παρέχει στα μέρη πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την πείρα του.
1.3 Διαφήμιση/προώθηση των υπηρεσιών του διαμεσολαβητή
Οι διαμεσολαβητές δύνανται να προάγουν τις υπηρεσίες που προσφέρουν, κατά τρόπο επαγγελματικό, ειλικρινή και αξιοπρεπή.
2. ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ
2.1 Ανεξαρτησία και ουδετερότητα
Ο διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να αναλάβει εργασία και, αν την έχει ήδη αναλάβει, δεν επιτρέπεται να τη συνεχίσει εάν προηγουμένως δεν καταστήσει γνωστές τις τυχόν περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν ή να δώσουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία του· το ίδιο ισχύει για κάθε σύγκρουση συμφερόντων. Η υποχρέωση γνωστοποίησης τέτοιων περιστάσεων ισχύει εις το διηνεκές και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης.
Περιστάσεις του τύπου που αναφέρεται πιο πάνω περιλαμβάνουν:
– κάθε προσωπική ή επαγγελματική σχέση με ένα από τα μέρη·
– οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, άμεσο ή έμμεσο, από την έκβαση της διαμεσολάβησης·
– το γεγονός ότι ο διαμεσολαβητής ή άλλο στέλεχος της εταιρείας για την οποία εργάζεται έχει ενεργήσει κατά το παρελθόν υπό άλλη ιδιότητα πλην του διαμεσολαβητή για κάποιο από τα μέρη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται να αποδεχθεί να αναλάβει καθήκοντα διαμεσολαβητή ή να εξακολουθήσει να τα ασκεί μόνον εφόσον είναι βέβαιος ότι είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με πλήρη ανεξαρτησία και ουδετερότητα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται πλήρης αμεροληψία, και με τη ρητή συγκατάθεση των μερών.
Ευρωπαϊκός κώδικας δεοντολογίας για τους διαμεσολαβητές
2.2 Αμεροληψία
Ο διαμεσολαβητής ενεργεί και πρέπει και εξωτερικά να δίδει την εντύπωση ότι
ενεργεί σε μόνιμη βάση με αμεροληψία έναντι των μερών και μεριμνά για την
ισότιμη εξυπηρέτηση όλων των μερών στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης.
3. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ, ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΗ
3.1 Διαδικασία
Ο διαμεσολαβητής λαμβάνει μέριμνα ούτως ώστε τα μέρη της διαμεσολάβησης να κατανοούν τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας που πρόκειται να ακολουθηθεί, καθώς και τον ρόλο του διαμεσολαβητή και των μερών.
Ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται, ιδίως, ότι πριν από την έναρξη της διαμεσολάβησης τα μέρη έχουν κατανοήσει και συμφωνήσει ρητώς τους όρους και τις προϋποθέσεις
της συμφωνίας διαμεσολάβησης, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των διατάξεων που ενδεχομένως διέπουν τις υποχρεώσεις εχεμύθειας που βαρύνουν τον διαμεσολαβητή και τα μέρη.
Κατόπιν αιτήσεως των μερών, η συμφωνία διαμεσολάβησης καταρτίζεται γραπτώς.
Ο διαμεσολαβητής φροντίζει για την προσήκουσα διεξαγωγή της διαδικασίας, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της εκάστοτε υπόθεσης, π.χ. τις πιθανές ανισορροπίες ισχύος και το κράτος δικαίου, τυχόν επιθυμίες που έχουν εκφράσει τα μέρη και την ανάγκη για ταχεία επίλυση της διαφοράς. Τα μέρη είναι ελεύθερα να συμφωνήσουν με τον διαμεσολαβητή, με παραπομπή σε κάποιο σύνολο κανόνων ή με άλλον τρόπο, τον τρόπο διεξαγωγής της όλης διαδικασίας.
Αν το κρίνει σκόπιμο, ο διαμεσολαβητής δύναται να ακροασθεί έκαστο μέρος χωριστά.
3.2 Ευθυδικία
Ο διαμεσολαβητής διασφαλίζει ότι όλα τα μέρη έχουν επαρκή δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία.
Ο διαμεσολαβητής, αν το κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει τα μέρη και δύναται να περατώσει τη διαμεσολάβηση εφόσον: – επέρχεται διευθέτηση της διαφοράς η οποία, κατά την κρίση του
διαμεσολαβητή, φαίνεται μη εκτελεστή ή παράνομη, με γνώμονα τα δεδομένα της υπόθεσης και την ικανότητα του διαμεσολαβητή να διατυπώσει μια τέτοια κρίση· ή – ο διαμεσολαβητής θεωρεί ότι η συνέχιση της διαμεσολάβησης είναι απίθανο να επιτρέψει τη διευθέτηση της διαφοράς.
3.3 Περάτωση της διαδικασίας
Ευρωπαϊκός κώδικας δεοντολογίας για τους διαμεσολαβητές
Ο διαμεσολαβητής λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η διευθέτηση που ενδεχομένως θα εξευρεθεί για την επίλυση της διαφοράς είναι προϊόν γνώσης και εμπεριστατωμένης συναίνεσης όλων των μερών, καθώς επίσης ότι όλα τα μέρη κατανοούν τους όρους της συμφωνίας.
Τα μέρη είναι ελεύθερα ανά πάσα στιγμή να αποχωρήσουν από διαδικασία διαμεσολάβησης χωρίς αιτιολογία.
Ο διαμεσολαβητής δύναται, κατόπιν αιτήσεως των μερών και εντός των ορίων της εντολής του, να ενημερώσει τα μέρη για το πώς μπορούν να επισημοποιήσουν τη
μεταξύ τους συμφωνία και για το πώς μπορούν να την καταστήσουν εκτελεστή.
3.4 Αμοιβή
Ο διαμεσολαβητής οφείλει σε κάθε περίπτωση να παρέχει στα μέρη πλήρη ενημέρωση για τον τρόπο αμοιβής του που σκοπεύει να εφαρμόσει, εκτός αν οι σχετικές πληροφορίες έχουν ήδη παρασχεθεί. Ο διαμεσολαβητής δεν αποδέχεται την αποστολή του προτού όλα τα μέρη της εκάστοτε διαφοράς συμφωνήσουν με τις αρχές
που ισχύουν για την αμοιβή του.
4. ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ
Ο διαμεσολαβητής τηρεί απόρρητες όλες τις πληροφορίες οι οποίες έχουν προκύψει εκ της διαμεσολάβησης ή σε σχέση με αυτήν, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι πρόκειται να διεξαχθεί ή έχει διεξαχθεί διαμεσολάβηση, εκτός αν είναι υποχρεωμένος να πράξει άλλως εξαιτίας διάταξης νόμου ή ένεκα της δημόσιας τάξης.
Κάθε πληροφορία η οποία κοινολογείται εμπιστευτικά στον διαμεσολαβητή από ένα μέρος δεν επιτρέπεται να κοινολογείται στα άλλα μέρη, εκτός αν παρέχεται σχετική συγκατάθεση ή η κοινολόγηση της εκάστοτε πληροφορίας είναι υποχρεωτική βάσει του νόμου.